- αντέξοδος
- η (AM ἀντέξοδος)αντεπίθεση από φρούριο ή οχυρωμένη περιοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεξόδους — ἀντέξοδος military movement fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek